- θεόμορφος
- η , ο [ος , ον ] божественный, прекрасный как бог; богоподобный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεόμορφος — η, ο (Α θεόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή θεού, ο ωραίος σαν θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, πολύ μορφος. Ο νεοελλ. τ. < θε (βλ. θεο ) + όμορφος (< εύ μορφος)] … Dictionary of Greek
θεόμορφος — η, ο πολύ όμορφος: Θεόμορφος νέος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεόμορφον — θεόμορφος of form divine masc/fem acc sg θεόμορφος of form divine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόμορφε — θεόμορφος of form divine masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεομορφία — θεομορφία, ἡ (Μ) [θεόμορφος] η ομοιότητα στη μορφή με τον θεό … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek